- στήμων
- στήμωνwarpmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στήμων — ονος, ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. στάμων Α βλ. στήμονας … Dictionary of Greek
στημόνων — στήμων warp masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στῆμον — στήμων warp masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμονα — στήμων warp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμονας — στήμων warp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμονες — στήμων warp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμονι — στήμων warp masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμονος — στήμων warp masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμοσι — στήμων warp masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στήμοσιν — στήμων warp masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)